- καλοφάνταστος
- και καλοφάνταχτος, -η, -ο1. αυτός που έχει ζωηρή, πλούσια φαντασία, ευφάνταστος2. (για πράγματα) αυτός που έχει ζωηρή, ποικιλόχρωμη εμφάνιση.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)-* (< επίρρ. καλά) + φαντάζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.